ζεβζέκης

ζεβζέκης
-α, -ικο
βλ. ζευζέκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zevzek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεβζέκης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.) 1. ελαφρόμυαλος, ανόητος, παλαβός. 2. ανυπότακτος, απείθαρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεβζεκιά — η [ζεβζέκης] βλ. ζευζεκιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”